πεδαιχμιος

πεδαιχμιος
    πεδαίχμιος
    2
    эол. = μεταίχμιος См. μεταιχμιος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πεδαιχμιος" в других словарях:

  • πεδαίχμιος — ον, Α (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μεταίχμιος …   Dictionary of Greek

  • μεταίχμιος — ο (ΑM μεταίχμιος, ον, Α αιολ. τ. πεδαίχμιος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταίχμιο α) σημείο διαχωρισμού ανάμεσα σε δύο αντίθετες καταστάσεις («στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου») β) κρίσιμο, επικίνδυνο σημείο μσν. το ουδ. ως ουσ. αβεβαιότητα αρχ …   Dictionary of Greek

  • πεδαίχμιοι — μεταίχμιος between two armies masc/fem nom/voc pl (aeolic) πεδαίχμιος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»